ἀεθλονικία
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡ,
A victory in the games, Pi.N.3.7.
German (Pape)
[Seite 38] ἡ, Sieg im Wettkampfe, Pind. N. 3, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεθλονῑκία: ἡ, = νίκη ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ν. 3. 11.
English (Slater)
ἀεθλονικία (αε-)
1 victory in the games ἀεθλονικία δὲ μάλιστ ἀοιδὰν φιλεῖ (N. 3.7)