προσαλίγκιος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A like, Nic.Th.739.
German (Pape)
[Seite 748] ähnlich, Nic. Ther. 739, nach Schneider für παναλίγκιος.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰλίγκιος: -ον, ὅμοιος, Νικ. Θηρ. 739.
Greek Monolingual
-ον, Α
όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀλίγκιος «αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος»].