μετοίκιον
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
τό,
A tax paid by the μέτοικοι at Athens, Eub.87, Men.35, Is.Fr.45; μ. κατατιθέναι pay it, Lys.31.9; μ. τέθηκεν D.29.3; τελεῖν Pl.Lg.850b, etc.; προσφέρειν X.Vect.2.1; καταβάλλειν Luc. Deor.Conc.3; similar tax paid by freedmen, Aristomen.16. II μετοίκια, τά, = συνοίκια (q. v.), Plu.Thes.24.
German (Pape)
[Seite 161] τό, das Schutzgeld, welches der als Schutzgenosse in einem Orte lebende Fremdling zu zahlen hat, in Athen 12 Drachmen; κατατιθέναι, es erlegen, Lys. 31, 9, wie Dem. 57, 55; τελεῖν, Plat. Legg. VIII, 850 b, wie Plut. Phoc. 29; καταβαλεῖν, Luc. Deorum Concil. 2; πωλητήριον τοῦ μετοικίου, Dem. 25, 57; – τὰ μετοίκια, Plut. Thes. 24, ein zu Athen jährlich im Monat Boedromion gefeiertes Fest zum Andenken der veränderten Wohnsitze, als die bis dahin κατὰ κώμας σποράδην, einzeln auf dem Lande zerstreu't lebenden Bürger durch Theseus in eine Stadtgemeinde zusammengezogen wurden; es hieß auch συνοίκια u. συνοικέσια.
Greek (Liddell-Scott)
μετοίκιον: τό, ὁ φόρος τῶν 12 δραχμῶν ὁ ἀποτινόμενος ὑπὸ τῶν ἐν Ἀθήναις μετοίκων, μ. κατατιθέναι, τελεῖν, ἀποτίνειν, Λυσ. 137. 29· μ. τιθέναι Δημ. 845. 20· τελεῖν Πλάτ. Νόμ. 850Β, κτλ.· προσφέρειν Ξεν. Πόρ. 2, 1· καταβάλλειν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 3· πρβλ. Böckh P. E. 44, κἑξ.· - παρόμοιος φόρος τελούμενος ὑπὸ τῶν ἀπελευθέρων, Ἀριστομ. ἐν Ἀδήλ. 3. ΙΙ. μετοίκια, τά, ἡ ἑορτὴ τῆς μετοικίας, = συνοίκια, τά, Πλουτ. Θησ. 24.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 taxe de douze drachmes que payaient les étrangers domiciliés à Athènes;
2 τὰ μετοίκια, fête à Athènes, dans le mois Boédromion, en souvenir de la réunion des bourgs en une seule cité.
Étymologie: μέτοικος.