ἱλαστήριος
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
α, ον (ος, ον PFay.337 (ii A.D.)),
A propitiatory, offered in propitiation, μνῆμα J.AJ16.7.1; θάνατος LXX 4 Ma.17.22; θυσίαι PFay. l.c. II ἱλαστήριον ἐπίθεμα, the mercy-seat, covering of the ark in the Holy of Holies, LXXEx.25.16(17): ἱλαστήριον alone as Subst., ib.Le.16.2,al., Ep.Hebr.9.5, cf. Ph.2.150. 2 (sc. ἀνάθημα) propitiatory gift or offering, Ep.Rom.3.25; of a monument, Inscr.Cos 81,347. 3 monastery, Men.Prot.p.15 D.
German (Pape)
[Seite 1251] versöhnend, Sp.; τὸ ἱλαστήριον, LXX u. N. T., der Gnadenstuhl.
Greek (Liddell-Scott)
ἱλαστήριος: -α, -ον, ἐξιλαστικός, εἰς ἐξιλέωσιν προσφερόμενος, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 1· χεῖρες ἱλαστ. Νικηφ. Ἀντιοχ. Βίος Συμ. Στυλ. ἐν Actt. SS Maii τ. 5, σ. 335, 17. ΙΙ. ἱλαστήριον (ἐξυπακουομ. τοῦ ἐπίθεμα), τό, τὸ κάλυμμα τῆς κιβωτοῦ εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΕ΄, 18, ΛΖ΄, 6 κἑξ.), Ἐπιστ. π. Ἑβρ. θ΄, 5, πρβλ. Φίλωνα 2. 150. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ ἀνάθημα), ἱλασμός, ἐξιλέωσις, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄ 25, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propitiatoire ; τὸ ἱλαστήριον NT sacrifice expiatoire, victime expiatoire.
Étymologie: ἱλάσκομαι.