πολυθαλπής
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (LSJ)
ές,
A very hot, ἀτμός Nonn.D.14.424.
German (Pape)
[Seite 663] ές, sehr wärmend, Nonn. 14, 523.
Greek (Liddell-Scott)
πολυθαλπής: -ές, ὁ λίαν θαλπερός, λίαν θερμός, Νόνν. Διον. 14, 424.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
πολύ θαλπερός, πολύ θερμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θαλπής (< θάλπος, το «θέρμη»), πρβλ. δυσ-θαλπής, πυρι-θαλπής].