ἀμέριστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A undivided, indivisible, Pl.Tht.205c, Ti.35a, Dam. ap. Simp.in Ph.625.4, Procl.Theol.Plat.1.4: Comp., Id.Inst.62. Adv. -τως Iamb.Myst.1.9, Jul.Or.4.157a, Syrian.in Metaph.107.6. II Astrol., in act. sense, not imparting, ἀστέρες ἀ. τῶν ἰδίων ἀγαθῶν Vett.Val.64.3.
German (Pape)
[Seite 122] ungetheilt, οὐσία Plat. Tim. 35 a; adv.; Plut.; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέριστος: -ον, ἀδιαίρετος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ διαιρεθῇ, ἄτομος, Πλάτ. Θεαίτ. 205C, Τίμ. 35Α, Ἀριστ., κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως Ἰάμβλ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non partagé.
Étymologie: ἀ, μερίζω.