πρόκα
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
Ion. Adv.
A forthwith, straightway, Hp. ap. Gal.19.132, A.R. 1.688; in Hdt. πρόκα τε or πρόκατε, 1.111, 6.134, 8.65, 135; so also in Call. in PSI19.1092.52.
German (Pape)
[Seite 726] ion. adv., sofort, sogleich, plötzlich, Her. 1, 111. 6, 134. 8, 65. 135; Ap. Rh.; scheint unmittelbar von πρό abgeleitet, wie das niederdeutsche forts, Lob. Phryn. p. 51.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκᾰ: Ἰωνικ. ἐπίρρ. εὐθύς, παραχρῆμα, ἐξαίφνης, πρόκα τελλομένου ἔτεος στάχυν ἀμήσονται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 688· παρ’ Ἡροδ. πρόκα τε ἢ πρόκατε 1. 111., 6. 134., 8. 65. 135. (Πιθαν. ἐκτεταμένος τύπος τῆς προθ. πρό, αὐτίκα, ἡνίκα, καὶ ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 51).
French (Bailly abrégé)
ou πρόκατε;
adv.
tout à coup, subitement.
Étymologie: DELG πρό, -κα ; cf. lat. reci-procus.