τανυμήκης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A long-stretched, tall, ἰτέαι AP6.170.
German (Pape)
[Seite 1067] ες, lang gestreckt, schlank, ἰτέαι, Thall. 3 (VI, 170).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνῠμήκης: -ες, ὁ τεταμένος εἰς ὕψος, ὑψηλός, ἰτέαι Ἀνθ. ΙΙ. 6. 170, Χρησμ. Σιβ. 1. 262.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui s’étend en longueur, allongé, élevé, de haute taille.
Étymologie: τανύω, μῆκος.