ἔκτρωμα
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
ατος, τό,= παιδίον νεκρὸν ἄωρον, Hsch.;
A untimely birth, Arist.GA773b18 (pl.), LXX Jb.3.16, al., 1 Ep.Cor.15.8, Ph.1.59; as a term of contempt, Tz.H.5.515.
German (Pape)
[Seite 784] τό, zu früh geborne Leibesfrucht (vom 7. bis 40. Tage), Arist. gener. an. 4, 5; N. T. Nach Phryn. 208 hellenistisch für ἐξάμβλωμα, s. Lob. das.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτρωμα: τό, = «παιδίον νεκρὸν ἄωρον» Ἡσύχ.· βρέφος προώρως γεννώμενον, ἐξάμβλωμα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 4, Ἑβδ. (Ἰώβ 3. 16, κ. ἀλλ.)· μεταφ. ἐπὶ ταπεινωτικῆς ἐκφράσεως, πρὸς Κοριν. Α΄, Ἐπιστ. ιε΄, 8, Φίλων 1. 59· ἐπὶ περιφρονήσεως, Τζέτζ. Ἱστ. 5. 515, 7. 507.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fruit avorté, avorton.
Étymologie: ἐκτιτρώσκω.