σαβούρα
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek (Liddell-Scott)
σαβούρα: ἡ, = Λατ. saburra, Νεῖλος, πρβλ. Α. Β. 401· σάβουρος, ον, κενός, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
έρμα πλοίου, δηλ. πρόσθετο βάρος για τη διατήρηση της σταθερότητάς του
/ νεοελλ.
1. έρμα αεροστάτου
2. (μτφ. α) πράγμα άχρηστο που δεν έχει καμία αξία, απόριμμα
β) (υποτιμητικά) άνθρωπος κατώτερης κοινωνικής τάξης
3. φρ. «σαβούρα θέλει το καράβι» — το στομάχι χρειάζεται τροφή
νεοελλ.-μσν.
μτφ. τροφή κακής ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saburra «έρμα»].