ἀδηφαγία
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
ἡ,
A gluttony, Call.Dian.160: pl., Arist.Fr.144, Opp.H.2.218:—personified, Ἀδηφαγίας ἱερόν Polem.Hist.39.
German (Pape)
[Seite 34] ἡ, Gefräßigkeit, Callim. Dlan. 160; auch im plur., Opp. H. 2, 218; Ael. V. H. 9, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδηφᾰγία: ἡ, πολυφαγία, λαιμαργία, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 160· πληθ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 172, Ὀππ. Ἁλ. 2. 218.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voracité, gloutonnerie.
Étymologie: ἀδηφάγος.