οἰκωφελής
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
ές,
A beneficial to the house, only in Adv. -λῶς D.C.56.7.
German (Pape)
[Seite 304] ές, dem Hause nützlich, wirthlich, Theocr. 28, 2. – Adv. οἰκωφελῶς, D. C. 56, 7.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ αὐξάνων, προάγων τὸν οἶκον, γυναιξὶν πόνος οἰκωφελέεσσιν, ταῖς διὰ φρονήσεως αὐξούσαις καὶ προαγούσαις τὸν οἶκον, Θεόκρ. 28. 2 ἔνθα νῦν: γυναιξίν, νόος οἰκωφελίας. - Ἐπίρρ. -λῶς, Δίων Κ. 56. 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est un bien pour une maison.
Étymologie: οἶκος, ὀφέλλω.