ἀμήνιτος
English (LSJ)
ον, (μηνίω)
A not angry, Hdt.9.94; βάξις A.Supp.975; χειμὼν Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς Id.Ag.649. Adv. -τως ib.1036.
German (Pape)
[Seite 123] dasselbe, Her. 9. 94; bes. von den Göttern, Plut., neben εὐμενής; bei Aesch. ist βάξις ἀμ., Suppl. 953, nicht Zorn veranlassend; aber χειμὼν οὐκ ἀμ. θεοῖς, der durch der Götter Zorn veranlaßte Sturm. – Adv. -τως, Ag. 1006, zornlos.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμήνῑτος: -ον, (μηνίω) ὁ μὴ ὢν ὠργισμένος ἢ ὀργίλος, Ἡρόδ. 9. 94· βάξις Αἰσχύλ. Ἱκ. 975· χειμὼν Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς = ἐπέμφθη κατ’ αὐτῶν οὐχὶ ἄλλως, εἰμὴ ἕνεκα τῆς ἰδιαιτέρας ὀργῆς τῶν θεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 649 (ἔνθα ὁ Dobree διώρθωσεν Ἀχαιοῖς οὐκ ἀμήνιτος θεῶν). ― Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 1034.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 non inspiré, non causé par le ressentiment;
2 sans ressentiment;
II. qui ne cause pas de ressentiment, qui n’irrite pas.
Étymologie: ἀ, μηνίω.