τυρός
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ὁ,
A cheese, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν Il.11.639; οὐκ ἐπιδευὴς τυροῦ Od.4.88; τ. ἐξ Ἀχαΐης Semon.23; τ. Σικελικός Ar.V.896, etc.; for Sicilian cheese, cf. Hermipp.63.9, Antiph.236, Philem.76: pl., PCair.Zen.110.25 (iii B. C.), al. 2 ὁ χλωρὸς τ. the fresh cheese, hence the cheese-market, Lys.23.6.—Cf. βούτυρον.
German (Pape)
[Seite 1165] ὁ, Käse; Od. 4, 88. 9, 219; ὀπίας, Eur. Cycl. 136, u. oft; χλωρός, Ar. Ran. 959, wie Lys. 23, 6 (Käsemarkt, wie sonst οἱ τυροί); u. oft bei Athen.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρός: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τυρί», ἐπὶ δ’ αἴγειον κνῇ τυρὸν Ἰλ. Λ. 639· οὐκ ἐπιδευὴς τυροῦ Ὀδ. Δ. 88· τυρὸς ἐξ Ἀχαιΐας Σιμωνίδης Ἀμοργ. 21· τ. Σικελικὸς Ἀριστοφ. Σφ. 896, κλπ.· περὶ τοῦ Σικελικοῦ τυροῦ πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 9, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 11, Φιλήμονα ἐν «Σικελικῷ» 2· ἴδε καὶ ὀπίας, χλωρὸς ΙΙΙ. 2) ὁ τυρός, τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς ἔνθα ἐπωλεῖτο ὁ τυρός, Λυσί. 167, 8. ― Πρβλ. βούτυρον. [ῡ, ὡς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις καὶ τοῖς συνθέτοις, Δράκων 88. 24, Schweigh εἰς Ἀθήν. 27F].
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 fromage;
2 marché aux fromages.
Étymologie: DELG avest. tuiri « lait caillé », indien tura « fromage ».