λογώδης
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
ες,
A = λογοειδής 1, μέλος Aristox.Harm.p.18 M. II verbal, of an argument, Thphr.Metaph.16.
Greek (Liddell-Scott)
λογώδης: -ες, = λογοειδής, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 2. 6, Ἀριστόξ. σ. 18.
Greek Monolingual
λογώδης, -ῶδες (Α) λόγος
1. λογοειδής
2. (για επιχείρημα) προφορικός.