λινόστολος

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόστολος Medium diacritics: λινόστολος Low diacritics: λινόστολος Capitals: ΛΙΝΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: linóstolos Transliteration B: linostolos Transliteration C: linostolos Beta Code: lino/stolos

English (LSJ)

ον,

   A clad in linen, B.18.43, Hymn.Is. 1.

German (Pape)

[Seite 50] in Leinwand gekleidet, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόστολος: -ον, ἐνδεδυμένος λινᾶ ἐνδύματα, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 1, πρβλ. Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 491.

Greek Monolingual

λινόστολος, -ον (Α)
ντυμένος με λινά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -στολος (< στολή), πρβλ. εύ-στολος, λευκό-στολος].