πολυδεής

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδεής Medium diacritics: πολυδεής Low diacritics: πολυδεής Capitals: ΠΟΛΥΔΕΗΣ
Transliteration A: polydeḗs Transliteration B: polydeēs Transliteration C: polydeis Beta Code: poludeh/s

English (LSJ)

ές, (δέομαι)

   A wanting much, Max. Tyr. 21.4.

German (Pape)

[Seite 661] ές, viel bedürfend, Max. Tyr. 21, 4.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδεής: -ές, (δέομαι) ὁ πολλῶν δεόμενος, ὁ πολλῶν ἔχων χρείαν, ἡ τοῦ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεὴς Μάξ. Τύρ. 21. 4.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει ανάγκη από πολλά, που χρειάζεται πολλά («ἡ τοῡ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεής», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δεής (< δέω / δῶ «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. ολιγο-δεής].