ἐαρίζω
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
A pass the spring, X.An.3.5.15. II bloom as in spring, Ph.2.99:—Med., λειμῶνες ἄνθεσιν ἐαριζόμενοι Pl.Ax.371c. III to be like spring, μετοπώρου ἐαρίζοντος Ph.1.13, cf. 2.643.
German (Pape)
[Seite 698] 1) den Frühling zubringen; Xen. An. 3, 5, 15; Ath. XII, 513 f. – 2) Frühling haben, wie im Frühling grünen u. blühen, Sp.; auch im med., λειμῶνες ἄνθεσιν ἐαριζόμενοι Plat. Ax. 371 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐαρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, διέρχομαι τὸ ἔαρ, Λατ. vernare, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 15· πρβλ. χειμάζω, hiemare. II. ἀνθῶ, θάλλω ὡς ἐν τῷ ἔαρι, Φίλων 2. 99. - Μέσ., λειμῶνες ἄνθεσιν ἐαριζόμενοι Πλάτ. Ἀξ. 371C.
French (Bailly abrégé)
f. ἐαρίσω;
passer le printemps (qqe part).
Étymologie: ἔαρ.