λυκοδίωκτος
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A wolf-chased, δάμαλις A.Supp.351 (lyr., restored by Herm. for λευκόδικτος).
Greek (Liddell-Scott)
λῠκοδίωκτος: -ον, καταδιωχθεὶς ὑπὸ λύκου, δάμαλις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ λευκόδικτος).