χειροτονητής

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτονητής Medium diacritics: χειροτονητής Low diacritics: χειροτονητής Capitals: ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΤΗΣ
Transliteration A: cheirotonētḗs Transliteration B: cheirotonētēs Transliteration C: cheirotonitis Beta Code: xeirotonhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = Lat.

   A creator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1347] ὁ, der seine Stimme abgiebt, der Wähler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτονητής: -οῦ, ὁ, ὁ χειροτονῶν, ἐκλέγων, Ἰω. Δαμασκ. Ἐπιστ. πρὸς Θεόφιλ. περὶ Εἰκόν. σ. 125.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ χειροτονῶ
εκκλ. κληρικός που χειροτονεί, που διενεργεί χειροτονία.