ἐκδικέω

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδῐκέω Medium diacritics: ἐκδικέω Low diacritics: εκδικέω Capitals: ΕΚΔΙΚΕΩ
Transliteration A: ekdikéō Transliteration B: ekdikeō Transliteration C: ekdikeo Beta Code: e)kdike/w

English (LSJ)

   A avenge, punish, φόνον Ctes.Fr.37; παρακοήν 2 Ep.Cor.10.6; τινάς PGen.47.17 (iv A.D.); exact vengeance for, τὰ αἵματα τῶν δούλων LXX 2 Ki.4.8; τὸ αἷμα τὸ ἀναίτιον SIG1181.12 (Jewish, circ. ii/i B.C.).    2 decide a case, δίκην, ἀγῶνα, Ph.2.432, POxy.1020.6 (ii A. D.).    II avenge or vindicate a person, by taking up his cause, Apollod.2.5.11, PAmh.2.134.10 (ii A.D.), Plu.Comp.Ag.Gracch. 5; ἑαυτούς Ep.Rom.12.19, etc.; ἐ. τινὰ ἀπό τινος avenge one on another, Ev.Luc.18.3: c.dat., Sch.Ar.Pl.627:—Pass., LXX Ps.36 (37).28.    2 act as ἔκδικος 11.3, AJA18.325 (Sardes, i B. C.), cf. CIG2824 (Aphrodisias), BCH23.182 (Pisidia).    III claim, CIG 3488 (Thyatira), Inscr.Perg.245; σιτία καὶ ποτά Hierocl.in CA8p.431M.    IV ἐ. τισί make retribution for them, Aesop.279b.

German (Pape)

[Seite 757] bestrafen, τινά, Apolld. 2, 5, 11; rächen, φόνον Ath. XIII, 560 e u. a. Sp.; τινὰ ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου, vertheidigen, N. T. – Bei Schol. Ar. Plut. 627 c. dat., ἐκδικῆσαι τῷ Θησεῖ, Genugthuung geben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδῐκέω: ἐκδικῶ, τιμωρῶ, τι Ἀθήν. 560Ε, Ἐπιστ. Β΄ π. Κοριθ. ι΄, 6· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, ἀπαιτῶ ποινήν, ἐκδίκησιν, διά τι ἔγκλημα, Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Δ΄, 7), Καιν. Διαθ. ΙΙ. λαμβάνω ἐκδίκησιν ὑπὲρ ἄλλου, Ἀπολλόδ. 2. 5, 11· ἑαυτοὺς Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 19, κτλ.· ἐκδικῶ τινα ἀπό τινος, ἐκδίκησόν με ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου μου Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 3. 2) ἐνεργῶ, πράττω ὡς ἔκδικος (ΙΙ. 2), Συλλ. Ἐπιγρ. 2824-50, κ. ἀλλ., ἴδε Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη ἐν λέξει ἐκδικήσαντα. ΙΙΙ. ἐκδ. τινί, ἀνταποδίδω, ἀντιποιῶ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 627.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
réclamer justice ou tirer vengeance de ; punir, se venger de, acc..
Étymologie: ἔκδικος.