μέσσαυλος
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
μέσσαυλον, μεσσηγύ, μεσπιλ-γύς, v. μες-.
Greek (Liddell-Scott)
μέσσαυλος: μέσσαυλον, μεσσηγύ, -γύς, ἴδε ἐν λ. μεσ-.
French (Bailly abrégé)
v. μέσαυλος.