ἔνος

From LSJ
Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνος Medium diacritics: ἔνος Low diacritics: ένος Capitals: ΕΝΟΣ
Transliteration A: énos Transliteration B: enos Transliteration C: enos Beta Code: e)/nos

English (LSJ)

(A), ὁ,

   A year, Lyd.Mens.4.1, Hsch.
ἔνος (B), η, ον, found only in oblique cases of fem., gen. ἔνης, Ep. ἔνηφι, dat. ἔνῃ, acc. ἔνην, in the sense of εἰς τρίτην,

   A the day after tomorrow: ἔς τ' αὔριον ἔς τε ἔνηφιν Hes.Op.410 (v.l. ἔς τ' ἔννηφι); gen. ἔνης Ar.Ec.796, Dor. ἔνας Theoc.18.14; εἰς ἔνην Ar.Ach.172; αὔριον <καὶ> τῇ ἔνῃ Antipho 6.21; ἐς ἔνης ἡ prob. l. (for ἐς ἔνης ἡ σή) in D.C. 47.41; cf. ἔναρ· ἐς τρίτην (Lacon.), Hsch., and v. ἐπέναρ. (Demonstr. stem eno- (ono-), cf. Umbr. enom 'tum', Slav. on[ucaron] 'he'.)

German (Pape)

[Seite 850] od. ἕνος, η, ον, jährig, vom vorigen Jahre her; ἔναι ἀρχαί, die Obrigkeiten vom vorigen Jahre, Dem. 25, 20, ταῖς νέαις entgeggstzt; vgl. Ath. III, 17 f. vom Pflanzentriebe; übh. veraltet, verjährt, Theophr. Zur Erkl. des ἔνη καὶ νέα (s. oben unter ἔνη) sagt Plat. Crat. 409 b νέον δέ που καὶ ἔνον ἀεί ἐστι τὸ φῶς, ἔνον δὲ ὑπάρχει τὸ τοῦ προτέρου μηνός. od. ἕνος, = ἐνιαυτός, VLL., wohl nur zur Ableitung angenommen; vgl. annus.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνος: -η, -ον, ἀπαντῶν μόνον ἐν ταῖς πλαγ. πτώσεσι τοῦ θηλ., γεν. ἔνης καὶ Ἐπικ. ἔννηφι, δοτ. ἔνῃ, αἰτ. ἔνην, μετὰ σημασ. εἰς τρίτην, Λατ. perendie, μεθαύριον, ἔς τ’ αὔριον ἔς τ’ ἔννηφιν (Ἐπικ. γεν. κειμένη ἐπιρρηματικῶς) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 408· γεν. ἔνης, θάρρει, καταθήσεις, κἂν ἔνης ἔλθῃς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 796, Δωρ. ἔνας, καὶ ἔνας καὶ ἐς ἀῶ Θεόκρ. 18. 14· εἰς ἔνην Ἀριστοφ. Ἀχ. 172· αὔριον καὶ τῇ ἔνῃ (ἔνθα τὸ καὶ προσετέθη ὑπὸ τοῦ Reiske) Ἀντιφῶν 143. 44· ἐσένης πιθ. γραφ. ἐν Δίωνι Κ. 47. 41· οὕτως ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὡς Λακωνικὸν τύπον τὸ ἔναρ καὶ ἑρμηνεύει: «εἰς τρίτην», καὶ ἐπέναρ «εἰς τετάρτην». (Κοινῶς ταυτίζεται τῷ εἷς, ἑνὸς (πρβλ. per-en-die), ἴδε Ἕρμανν. ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1137. - Ἀλλ’ οἱ προμνημονευθέντες τύποι οὐδέποτε ἀπαντῶσι μετὰ δασείας· καὶ ὁ Κούρτιος παραβάλλει τὸ ἔνος, ὡς τὸ ἔνιοι πρὸς τὸ anyas, ὁ ἕτερος, τὴν ἑτέραν μετὰ τὴν αὔριον, δηλ. μεθαύριον. - Δὲν φαίνεται δὲ νὰ ἔχῃ σχέσιν πρὸς τὴν ἑπομένην λέξιν.

French (Bailly abrégé)

3v. ἕνος.