ἐγκομβόομαι
From LSJ
English (LSJ)
Med., (κόμβος)
A bind a thing on oneself, wear it constantly, Apollod.Car.4, 1 Ep.Pet.5.5. II Pass., = δέομαι, ἐνειλοῦμαι (Hsch.), Epich.7.
German (Pape)
[Seite 709] med., sich Etwas einbinden, sich einhüllen, Apolld. Caryst. in VLL.; dah. = sich fest zu eigen machen, N. T – Pass. = δεθῆναι, ἐνειλεῖσθαι, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκομβόομαι: Μέσ. (κόμβος) δένω τι ἐπάνω μου, φορῶ τι διαρκῶς, Ἀπολλ. Καρύστ. παρὰ Σουΐδ., Ἐπιστ. Πέτρ. Α. ε΄, 5, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Φωτ. Ἐπιστ. 156. ΙΙ. Παθ., = δέομαι, ἐνειλοῦμαι (Ἡσύχ.), Ἐπίχ. 4 Ahr.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
boutonner sur soi, càd s’envelopper en se boutonnant.
Étymologie: ἐν, κομβόω.