ἐμφέρεια
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
English (LSJ)
ἡ,
A likeness, Ps.-Dsc.1.1, Ph.1.15, Corn.ND9, Plu.Num. 13; πρός τι Ph.1.433, al., Plu.TG2: pl., τὰς ἀριθμοῦ ἐ. καὶ ἀφομοιώσεις Theol.Ar.58.
German (Pape)
[Seite 819] ἡ, Aehnlichkeit; Plut. Num. 13; πρός τι , in Etwas, Tib. Graech. 2; πρός τι, mit Etwas, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφέρεια: ἡ, ὁμοιότης, Διοσκ. 1. 1, Πλουτ. Νουμ. 13· πρός τι ὁ αὐτὸς Τ. Γράκχ. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ressemblance.
Étymologie: ἐμφερής.