θυσανωτός
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ή, όν,= θυσανόεις, κιθών, αἰγέη, Hdt.2.81,4.189;
A ἔνδυμα J.BJ5.5.7.
German (Pape)
[Seite 1228] mit Troddeln, Quasten versehen; κιθῶνες, αἰγέαι, Her. 2, 81. 4, 189; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
θῠσᾰνωτός: -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυσανόω, = θυσανόεις, κιθών, αἰγέη Ἡρόδ. 2. 81., 4. 189· ἔνδυμα Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 5, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
garni de franges, d’une bordure.
Étymologie: θύσανος.