ἐκτάδιος

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτᾰδιος Medium diacritics: ἐκτάδιος Low diacritics: εκτάδιος Capitals: ΕΚΤΑΔΙΟΣ
Transliteration A: ektádios Transliteration B: ektadios Transliteration C: ektadios Beta Code: e)kta/dios

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον Opp.C.3.276 :—

   A outstretched, χλαῖναν..διπλῆν ἐκταδίην double, with ample folds, Il. 10.134 ; ἐ. ὅπλα Orph.A.359 ; οὔρεα D.P.643.

German (Pape)

[Seite 779] α, ον, auch 2. Endg., Opp. Cyn. 3, 276; ausgestreckt, ausgedehnt, χλαῖνα, ein weiter Mantel, Il. 10, 134; ἁπλοΐς Agath. 8 (V, 294); a. sp. D.; στόμα Opp. C. 1, 404; οὔρεα D. Per. 643.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτάδιος: ᾰ, η, ον, ὡσαύτως, ος, ον, μέγας, μακρός, στεινή τ’ ἐκτάδιός τε πέλει Ὀππ. Κ. 3. 276· (ἐκτείνω), χλαῖναν... διπλῆν, ἐκταδίην, «μεγάλην, ὥστε διπλῇ χρῆσθαι» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Κ. 134· ἐκτ. ὅπλα Ὀρφ. Ἀργ. 357· οὔρεα Διον. Π. 643.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
étendu ; ample (vêtement).
Étymologie: ἐκτείνω.