συνεργοπονέω
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
A help in work or labour, ἡμῖν S.E.M.9.41.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργοπονέω: βοηθῶ εἰς ἐργασίαν ἢ κοπῶδες ἔργον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 41.
Russian (Dvoretsky)
συνεργοπονέω: сотрудничать, помогать (τινι Sext.).