σωματοτροφεῖον

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοτροφεῖον Medium diacritics: σωματοτροφεῖον Low diacritics: σωματοτροφείον Capitals: ΣΩΜΑΤΟΤΡΟΦΕΙΟΝ
Transliteration A: sōmatotropheîon Transliteration B: sōmatotropheion Transliteration C: somatotrofeion Beta Code: swmatotrofei=on

English (LSJ)

τό,

   A a place where slaves are kept, slave-depot, D.S. 34.2.

German (Pape)

[Seite 1060] τό, Ort, wo Sklaven gehalten werden, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοτροφεῖον: τό, τόπος ἔνθα ἐτρέφοντο ἢ ἐτηροῦντο δοῦλοι, Λατ. ergastulum, Διοδ. Ἐκλογ. 525, 78, 598. 75.

Greek Monolingual

τὸ, Α
χώρος όπου έτρωγαν δούλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -τροφεῖον (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο-τροφεῖον.