καχήμερος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ον,
A passing an unhappy day, AP9.508 (Pall.); v.l. κακ-.
German (Pape)
[Seite 1409] böse Tage habend, kümmerlich lebend, Ggstz καλήμερος, Pallad. 143 (IX, 508).
Greek (Liddell-Scott)
καχήμερος: -ον, κακὰς ἡμέρας διερχόμενος, ἄθλιος, ἀντίθ. καλήμερος, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 508.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui passe sa vie tristement.
Étymologie: κακός, ἡμέρα.