ὀρυκτήρ
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A miner, Zeno Stoic.1.30 (pl.).
German (Pape)
[Seite 388] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρυκτήρ: -ῆρος, ὁ, = τῷ ὀρύκτης Ι, Φίλων 2. 619, κτλ. ΙΙ. = ὄρυξ Ι, Βυζ.
Greek Monolingual
ὀρυκτήρ, -ῆρος, ὁ, Μ θηλ. ὀρυκτρίς (Α)
εργάτης ορυχείου, μεταλλωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα -τήρ / -τρίς (πρβλ. πρακ-τήρ)].