πιστευτικός

From LSJ
Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστευτικός Medium diacritics: πιστευτικός Low diacritics: πιστευτικός Capitals: ΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pisteutikós Transliteration B: pisteutikos Transliteration C: pisteftikos Beta Code: pisteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to trust, confiding, Arist.Rh.1372b29 ; τὸ -κόν M.Ant.1.14. Adv. -κῶς, ἔχειν τινί rely upon... Pl.Hp.Mi.364a, cf. Iamb. VP28.138.    II creating belief, πειθὼ π. Pl.Grg.455a, cf.Aristid.2.47 J.

German (Pape)

[Seite 620] zum Glauben, Trauen gehörig, geschickt, geneigt, πιστευτικῶς ἔχειν τινί, worauf vertrauen, Plat. Hipp. min. 364 a; auch = Glauben erweckend, πειθώ, Gorg. 455 a.

Greek (Liddell-Scott)

πιστευτικός: -ή, -όν, ὁ εὐκόλως ἢ προθύμως πιστεύων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 19· τὸ πιστευτικὸν Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 14. ― Ἐπίρρ., πιστευτικῶς ἔχειν τινὶ Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 364Α. ΙΙ. πρόξενος πίστεως, ἡ ῥητορική... πειθοῦς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
confiant, crédule ; τὸ πιστευτικόν confiance.
Étymologie: πιστεύω.