διαγλύφω
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ],
A scoop out, pf. Pass. διέγλυπται Androsth. ap. Ath.3.93b; carve, engrave, ἄγαλμα Ael.VH2.33; δακτυλίους ib.12.30:—Pass., διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες, metaph. of athletes, ib.14.7; ὀροφὴ φάτναις διαγεγλυμμένη D.S.1.66. 2 Medic., shape, trim, Gal.12.348, etc.
Greek (Liddell-Scott)
διαγλύφω: σκαλίζω ἐντελῶς, ἐγγλύφω, ἐγχαράττω, ἀντίθ. τῷ ἀναγλύφω, Ἀνδροσθ. παρ’ Ἀθην. 93C, Διοδ. 1. 66.
French (Bailly abrégé)
1 tailler en creux, graver, ciseler en creux;
2 en gén. ciseler, sculpter.
Étymologie: διά, γλύφω.