στραγγίας
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
πυρός, ὁ, a kind of
A wheat, Thphr.CP3.21.2.
German (Pape)
[Seite 950] ὁ, πυρός, eine Weizenart, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγίας: πυρός, ὁ, εἶδος σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2.
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, -γγός «σταγόνα» + επίθημα -ίας (πρβλ. πυρρ-ίας)].