ὑπερπερισσεύω

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπερισσεύω Medium diacritics: ὑπερπερισσεύω Low diacritics: υπερπερισσεύω Capitals: ΥΠΕΡΠΕΡΙΣΣΕΥΩ
Transliteration A: hyperperisseúō Transliteration B: hyperperisseuō Transliteration C: yperperisseyo Beta Code: u(perperisseu/w

English (LSJ)

   A abound much more, be in great excess, χάρις Ep.Rom.5.20:—Med., ὑ. τῇ χαρᾷ 2Ep.Cor. 7.4.

German (Pape)

[Seite 1200] auch als dep. med., mehr als überflüssig woran haben, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπερισσεύω: ὑπερπλεονάζω, ὑπερπεριττεῦον τὸ αἷμα Μοσχίων περὶ Γυναίκ. Παθ. σ. 6, 13· ὑπερπερίσσευσεν ἡ χάρις Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 20· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ, ἔχω ὑπερπερισσεύουσαν τὴν χαράν, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ζ΄, 4.

French (Bailly abrégé)

surabonder;
Moy. ὑπερπερισσεύομαι m. sign.
Étymologie: ὑπέρ, περισσεύω.