βαρυσίδηρος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A heavy with iron, Plu.Aem.18.
German (Pape)
[Seite 435] ῥομφαία, schwer von Eisen, Plut. Aemil. 18.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠσίδηρος: [ῐ], -ον, βαρὺς ἐκ τοῦ σιδήρου, ῥομφαία, Πλούτ. Αἰμιλ. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un fer ou d’un acier pesant (épée).
Étymologie: βαρύς, σίδηρος.