ῥιγαλέος

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

α, ον, (ῥῖγος)

   A cold, chilling, ὄμβρος Emp.21.5.

German (Pape)

[Seite 841] schaurig, kalt; ὄμβρος, Empedocl. 72; Arist. de gener. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑγᾰλέος: -α, -ον, (ῥῑγος) ψυχρός, παγετώδης, ὄμβρος Ἐμπεδ. 124.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
αυτός που προκαλεί ρίγος, ψυχρόςῥιγαλέος ὄμβρος», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + επίθημα -αλέος (πρβλ. ἀργαλέος)].