χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
[Seite 179] άδος, ἡ, bes. tem. zu μήτριος, ἐν χθονὸς ἀγκοίναις ὤλετο μητριάσιν, in den mütterlichen Armen, Iul. Aeg. 45 (IX, 398).
μητριάς: -άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ μήτριος, Ἀνθ. Π. 9. 398.
μητριάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. μήτριος.