λεπυρός
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ά, όν,
A in a husk, peel, rind, γενέθλη Nic.Th.136; ἀθέρων στάχυς ib.803.
German (Pape)
[Seite 32] mit einer Hülfe, Schale versehen, στάχυς, Nic. Th. 803, γενέθλη, in einer Schale, einem Ei enthalten, ib. 136.
Greek (Liddell-Scott)
λεπῠρός: -ά, -όν, ὁ ἐντὸς λεπύρου, κελύφους, φλοιοῦ, Νικ. Θηρ. 136. 803.
French (Bailly abrégé)
ά, ον :
recouvert d’une enveloppe (peau, cosse, écale).
Étymologie: λέπω.