διενθυμέομαι
From LSJ
English (LSJ)
A consider, reflect, περί τινος Act.Ap.10.19.
German (Pape)
[Seite 619] genau erwägen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διενθῡμέομαι: ἀποθ., σκέπτομαι, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
reflexionar sobre, considerar c. ac. ταῦτα ... ἀπαύστως Clem.Epit.A 2.1, ἐκεῖνα καθ' ἑαυτοὺς Cyr.Al.Luc.1.276, ἐκεῖνο διενθυμούμενος ὡς ... Cyr.Al.Nest.2.3 (p.38), cf. Const.Ep. en Eus.VC 3.60.4
•c. giro prep. περὶ τοῦ ὁράματος Act.Ap.10.19.