εὐφημέω

From LSJ
Revision as of 11:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφημέω Medium diacritics: εὐφημέω Low diacritics: ευφημέω Capitals: ΕΥΦΗΜΕΩ
Transliteration A: euphēméō Transliteration B: euphēmeō Transliteration C: effimeo Beta Code: eu)fhme/w

English (LSJ)

Dor. εὐφᾱμέω, (εὔφημος)

   A use words of good omen, opp. δυσφημέω:    I avoid all unlucky words, during sacred rites: hence, as the surest mode of avoiding them, keep a religious silence, φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ εὐφημῆσαί τε κέλεσθε Il.9.171, cf. Call.Ap.17, 18, etc.; mostly imper., εὐφήμει, εὐφημεῖτε, hush! be still! Ar.Nu.297, Ach. 241, al.; οἱ δὲ ἀμβώσαντες μέγα εὐφημέειν μιν ἐκέλευον Hdt.3.38; εὐφημεῖν χρὴ τὸν πρεσβύτην Ar.Nu.263; εὐφήμει τοῦτό γε, ἦν δ' ἐγώ Pl. Euthd.301a, cf.R.329c; οὐκ εὐφημήσεις; Id.Smp.214d:—Pass., εὔφημον εἴη τοὖπος εὐφημουμένῃ since you have been spoken fair, A.Supp. 512.    II shout in triumph, Id.Ag.596, Eu.1035 (lyr.), Ar.Pl.758, D.S.5.49.    2 c. acc., honour by praise, speak well of, θεούς Pl.Epin. 992d, cf. X.Smp.4.49:—Pass., to be called by a mild name, πολιτεία . . εὐφημούμενος λῆρος D.S.37.17; also, to be honoured, Hp.Ep. 27, CIG4389 (Isauria); to be applauded, Ph.2.589; πρὸς πάντων -ηθείς Hdn.2.3.11; ὑπὸ ὄχλων Vett.Val.38.25.    III sound triumphantly, κέλαδος Ἑλλήνων πάρα . . ηὐφήμησεν A.Pers.389; ὀλολυγμὸς εὐφημῶν Id.Ag.28.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφημέω: Δωρ. εὐφᾱμέω (εὔφημος), μεταχειρίζομαι λέξεις εὐοιώνους, ἀντίθετον τῷ δυσφημέω. Ι. ἀποφεύγω πᾶσαν δυσοίωνον λέξιν, ὡς απῃτεῖτο κατὰ τὰς ἱερὰς τελετάς, τὸ τοῦ Ὁρατίου male ominatis parcere verbis· ἀκολούθως (τούτου ὄντος τοῦ ασφαλεστάτου μέσου πρὸς ἀποφυγήν αὐτῶν), τηρῶ θρησκευτικήν σιγήν, φέρτε δὲ χερσίν ὕδωρ εὐφημῆσαί τε κέλεσθε Ἰλ. Ι. 171, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 263, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 17, 18, κτλ.· τὸ πλεῖστον κατὰ προστακτικήν, εὐφήμει, εὐφημεῖτε, σιγᾶτε, σιωπή ! Λατ. bona verba quaeso, favete linguis. οἱονεὶ πρὸς ἀποφυγὴν κακοῦ οἰωνοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 298, Ἀχ. 241, κ. ἀλλ.· οὕτως, οἱ δὲ ἀμβώσαντες μέγα εὐφημέειν μιν ἐκέλευον, ἐπειδὴ αἱ λέξεις αὐτοῦ ἐτάραξαν αὐτούς, Ἡρόδ. 3. 38· εὐφημεῖν χρή τὸν πρεσβύτην Ἀριστοφ. Βάτρ. 354· εὐφήμει τοῦτό γε, ἦν δ’ ἐγὼ Πλάτ. Εὐθύδ. 301Α, πρβλ. Πολ. 329C· οὐκ εὐφημήσεις; ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 214D. - Παθ., εὔφημον εἴη τοὔπος εὐφημουμένῃ (fausta audienti, Ἕρμ.) Αἰσχύλ. Ἱκ. 512· πρβλ. εὔστομος ΙΙ. 2. ΙΙ. βοῶ, ἀνακράζω εἰς ἔπαινον ἢ τιμήν τινος, ἢ ἐν θριάμβῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 596, Εὐμ. 1035, Ἀριστοφ. Πλ. 758, Διόδ. 5. 49. 2) μετ’ αἰτ., τιμῶ, ἐπαινῶ, λέγω καλὰ περί τινος, Πλάτ. Ἐπιν. 992D, Ξεν. Συμπ. 4. 49· ὡσαύτως, καλῶ δι’ ἐπιεικοῦς ὀνόματος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 119. - Παθ., ἔχω καλὴν φήμην, Συλλ. Ἐπιγρ. 4389. ΙΙΙ. ἠχῶ ἐν θριάμβῳ, κέλαδος Ἑλλήνων πάρα… εὐφήμησεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 389· ὀλολυγμὸς εὐφημῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 28.