ἀναρμοστέω
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
A not to fit or suit, τινί Pl.R.462a; πρὸς ἄλληλα Id.Sph.253a; of musical instruments, to be out of tune, Id.Grg. 482b (cj.).
German (Pape)
[Seite 205] nicht zusammen passen, Ggstz von ξυναρμόττω, πρὸς ἄλληλα Plat. Soph. 253 a; τινί, Rep. V, 462 a; von musikalischen Instrumenten, verstimmt sein, z. B. von der Lyra, ἀν. καὶ διαφωνεῖν Gorg. 482 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρμοστέω: εἶμαι ἀνάρμοστος, δὲν προσαρμόζομαι, δὲν ἁρμόζω, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁρμόττω, μ. δοτ. ἆρα ἃ νῦν διήλθομεν εἰς μὲν τὸ τοῦ ἀγαθοῦ ἴχνος ἡμῖν ἁρμόττει, τῷ δὲ τοῦ κακοῦ ἀναρμοστεῖ; Πλάτ. Πολ. 462Α, πρός τι, τὰ μὲν ἀναρμοστεῖ που πρὸς ἄλληλα, τὰ δὲ ξυναρμόττει Σοφ. 253Α· ἐπὶ μουσικῶν ὀργάνων, παραφώνως ἠχῶ, κάμνω παραφωνίας, Heind. Πλάτ. Γοργ. 482Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
n’être pas d’accord : τινι, πρός τι avec qch ; abs. n’être pas accordé en parl. d’instrument de musique.
Étymologie: ἀνάρμοστος.