κεφαλεύω

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek (Liddell-Scott)

κεφαλεύω: εἶμαι ἐπὶ κεφαλῆς, ὁδηγῶ, Μακάρ. 236C.

Greek Monolingual

κεφαλεύω (ΑΜ)
είμαι επικεφαλής, είμαι αρχηγός, διοικώ, εξουσιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή με σημ. «αρχηγός» + κατάλ. -εύω (πρβλ. αγορ-εύω, νομ-εύω)].