τληκαρδίως
From LSJ
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
Greek (Liddell-Scott)
τληκαρδίως: Ἐπίρρ., = τλησικαρδίως, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 148, ἴδε τλησικάρδιος ἐν τέλει.
Greek Monolingual
Μ
επίρρ. με ισχυρό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + καρδία, πιθ. μέσω αμάρτυρου τληκάρδιος].