ψυχοειδής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A of the nature of soul, spiritual, Ph.1.15, 2.17, Theol.Ar.39.
German (Pape)
[Seite 1404] ές, von der Art der Seele, seelenartig, seelenähnlich, Sp., wie Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοειδής: -ές, ὅμοιος τῇ ψυχῇ, πνευματικός, Φίλων 1. 15.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
όμοιος με την ψυχή
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ψυχοειδή
βοτ. παλαιότερη ονομασία τών ψυχανθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -ειδής. Ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου (βλ. λ. ψυχανθή)].