γληνοειδής
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
ές,
A like a γλήνη 111, opp. κοτυλοειδής, Hp.Art.79; κοιλότης Gal.UP2.11: ἀποφύσεις Id.2.760.
Greek (Liddell-Scott)
γληνοειδής: -ές, ὅμοιος γλήνῃ (σημασ. ΙΙΙ), Ἱππ. Ἄρθ. 838,
Spanish (DGE)
-ές
medic. de aspecto poco profundo, e.e. semejante a una γλήνη (cf. s.u. II), por op. a κοτυλοειδής Hp.Art.79, γ. κοιλότης cavidad poco profunda Gal.3.132, 149, cf. Pall.in Hp.Fract.72.28, 73.12.