περιρρηδής

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρηδής Medium diacritics: περιρρηδής Low diacritics: περιρρηδής Capitals: ΠΕΡΙΡΡΗΔΗΣ
Transliteration A: perirrēdḗs Transliteration B: perirrēdēs Transliteration C: perirridis Beta Code: perirrhdh/s

English (LSJ)

ές,

   A sprawling, περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ κάππεσε he fell sprawling over the table, Od.22.84 ; περιρρηδὴς κεράεσσι pitching forward over them, A.R.1.431, cf. Orusin EM664.39.    II falling away, or sloping on each side, Hp.Art. 16 ; of the body in bed, Id.Mul.2.158, Gal.18(1).420. (EMl.c. explains the word by περιρραγής, περιρρυής. Prob. cogn. with ῥαδινός, cf. βραδανίζω.)

Greek (Liddell-Scott)

περιρρηδής: -ές, ἐν Ὀδ. Χ. 84, π. δὲ τραπέζῃ κάππεσε, κατέπεσε περικλασθεὶς ἐπὶ τῆς τραπέζης [ἣν ἐκράτει πρὸ ἑαυτοῦ ὡς ἀσπίδα]· οὕτω, περιρρηδὴς κεράεσσι, «ἐπὶ πρόσωπον μεθ’ ὁρμῆς κατενεχθεὶς» (Σχόλ.), ἐπὶ σφαγέντος βοὸς πίπτοντος ἐμπρὸς ἐπὶ τῶν κεράτων του, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 431, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 664. 38. ΙΙ. περικεκλασμένος ἐφ’ ἑκάτερα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, πρβλ. 659. 50, Γαλην. 12. 328. (Οἱ παλαιοὶ Λεξικογράφοι ἀνέφεραν τὴν λέξιν ἢ εἰς τὸ ῥέω ἢ εἰς τὸ ῥήγνυμι, ― π.χ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ἑρμηνεύεται περιρραγής, περιρρυής. Ὁ Κούρτ. θέλει νὰ σχετίσῃ τὴν κατάληξιν -ρήδης πρὸς τὴν √ΡΑΔ, ῥαδινός). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιρρηδής· περικεκλασμένος. περιστροβηθείς. οἱ δὲ περιερριμμένος. ἢ ὑπτιασμένος»· κατὰ δὲ Σουΐδ.: «περιρρηδεῖς, οἱ ἐπὶ ὀχημάτων, ἢ ἐπικείμενοι ἢ ἐρριμμένοι», οὕτως ἑρμηνεύει καὶ ὁ Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 439.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui glisse ou tombe sur, τινι.
Étymologie: περί, R. Ῥαδ-, glisser.