Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
Menander, Monostichoi, 335German (Pape)
[Seite 41] ές, stets brennend, Greg. Nas.; ἄλγος Gaet. 9 (Xt, 409), Conj. ἀφειδής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειφλεγής: -ές, ὁ ἀεὶ φλέγων, Γρηγ. Ναζ. πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 409.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
toujours brûlant.
Étymologie: ἀεί, φλέγω.