ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Full diacritics: θουρήεις | Medium diacritics: θουρήεις | Low diacritics: θουρήεις | Capitals: ΘΟΥΡΗΕΙΣ |
Transliteration A: thourḗeis | Transliteration B: thourēeis | Transliteration C: thourieis | Beta Code: qourh/eis |
εσσα, εν,= θουραῖος, Id.
[Seite 1215] εσσα, εν, geil, Hesych.
θουρήεις: εσσα, εν, = θουραῖος, Ἡσύχ.
θουρήεις, -εσσα, -εν (Α)
βλ. θουραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θούρος + επίθημα –ήεις (πρβλ. βομβ-ήεις, ολβ-ήεις, φθογγ-ήεις].