θουρήεις

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θουρήεις Medium diacritics: θουρήεις Low diacritics: θουρήεις Capitals: ΘΟΥΡΗΕΙΣ
Transliteration A: thourḗeis Transliteration B: thourēeis Transliteration C: thourieis Beta Code: qourh/eis

English (LSJ)

θουρήεσσα, θουρήεν,= θουραῖος, Id.

German (Pape)

[Seite 1215] εσσα, εν, geil, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θουρήεις: εσσα, εν, = θουραῖος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θουρήεις, -εσσα, -εν (Α)
βλ. θουραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θούρος + επίθημα –ήεις (πρβλ. βομβήεις, ολβήεις, φθογγήεις].